... μέσω Ελληνίδος γειτονίσσης Πληροφόρησης:
Ένα κείμενο Γαλλίδας εκπαιδευτικού στον Le monde littéraire ( δημοσιευμένο πριν 17 ώρες) που παρουσιάζει το Γαλλικό σχολείο (συγκεκριμένα το νηπιαγωγείο), τη μεταβολή της ποιότητας των σχέσεων και προτεραιοτήτων του σχολείου, την επιθετικότητα, τη βία, την ολοένα αυξανόμενη γραφειοκρατία, τα προβληματικά οικονομικά των σχολείων, το έλλειμμα εναρμόνισης μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των παιδιών που πρέπει να καλύψει το σχολείο μέσα σε ένα πλαίσιο απαξίωσης του εκπαιδευτικού από το ίδιο το σύστημα.
Ένα κείμενο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί και από Έλληνα εκπαιδευτικό και από οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας εκπαιδευτικό. Που μας θέτει επιτακτικά το θέμα του προσανατολισμού, της πορείας και του μέλλοντος του σχολείου. Γιατί, δυστυχώς, παρά τις διαφορές από χώρα σε χώρα, πολλά φαινόμενα είναι ίδια σε όλες τις χώρες.
Για τον λόγο αυτό θεώρησα χρέος μου να το μεταφράσω στα ελληνικά και να το αναρτήσω.
«Μετά από σαράντα χρόνια στην τάξη, η επαγγελματική μου ζωή λαμβάνει τέλος, μονοκοντυλιά, σε συνέχεια μιας φράσης που διατυπώθηκε από ένα μαθητή έξι ετών:
« Ο μπαμπάς μου λέει ότι οι άνθρωποι σαν και σένα είναι ξεπερασμένοι».
Δεν την είπε με κακία ούτε κοροϊδευτικά και υποτιμητικά. Η φωνή του ήταν ουδέτερη και σταθερή σαν να μετέδιδε με ακρίβεια και σοβαρότητα το δελτίο καιρού.
Και συμπλήρωσε: « Δεν έχεις ούτε καν ΤΙΚ ΤΟΚ».
Ονομάζομαι Ελεανόρ Βανς και σήμερα τακτοποίησα για τελευταία φορά την τάξη μου στο νηπιαγωγείο.
Όταν ξεκίνησα τη διδασκαλία στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, η διδασκαλία ήταν λειτούργημα, ιερό κάλεσμα.
Δεν κάναμε αυτό το επάγγελμα μόνο για τον μισθό αλλά γιατί θεωρούσαμε εξαιρετικά σημαντική και ιερή τη διαμόρφωση του πνεύματος και της προσωπικότητας των μικρών παιδιών.
Οι γονείς έφερναν μπισκότα φτιαγμένα στο σπίτι για τις καθιερωμένες συναντήσεις συνεργασίας. Τα παιδιά βαστούσαν χάρτινες πολύχρωμα ζωγραφισμένες καρδιές. Και το βλέμμα ενός μικρού παιδιού που διάβαζε την πρώτη του λέξη άξιζε περισσότερο από κάθε οικονομικό επίδομα.
Ωστόσο, σταδιακά το επάγγελμά μας άλλαξε. Η χαρά της δημιουργίας εξατμίστηκε και αντικαταστάθηκε από τη χαρτούρα, τις στατιστικές και την εξουθένωση. Μια ωραία μέρα, ο κόσμος έπαψε να βλέπει τους δασκάλους ως υπεύθυνους λειτουργούς/ οδηγούς για τη μόρφωση και καλλιέργεια των παιδιών του και άρχισε να τους αντιμετωπίζει ως υπαλλήλους της υπηρεσίας υποστήριξης πελατών, που δεν έχουν το δικαίωμα ούτε καν να διακόψουν την τηλεφωνική συνομιλία μαζί τους.
Άλλοτε, περνούσα πάμπολλα βράδια κατασκευάζοντας αστεράκια ή αναρτώντας παιδικές ζωγραφιές στους τοίχους. Η συνήθεια αυτή αντικαταστάθηκε σταδιακά από την ενδελεχή καταγραφή «περιστατικών συμπεριφοράς»
γιατί στις μέρες μας δεν μετράει η καλοπροαίρετη και ηθική αντιμετώπιση των διαφόρων περιστατικών στο σχολείο αλλά η διοικητική και νομική κάλυψη των γεγονότων και συνακόλουθα των εμπλεκομένων για την κατοχύρωση έναντι της οιασδήποτε καταγγελίας και προσφυγής.
Έτυχε να μου βάλουν τις φωνές και να με προσβάλουν ενώπιον των μαθητών μου. Κάποια φορά, μία μητέρα βιντεοσκόπησε μία σκηνή από την τάξη και την ανάρτησε στο Facebook, ενώ ο γιος της κρυφογελούσε καμουφλαρισμένος πίσω από το τηλέφωνό του. Παρέμεινα ήρεμη, ατάραχη και σιωπηλή, ενώ ο διευθυντής μου αργότερα με συμβούλευσε να είμαι πιο « ελαστική με τους μοντέρνους γονείς».
Αλλά και τα παιδιά άλλαξαν. Δεν φταίνε τα ίδια. Φτάνουν στο σχολείο κουρασμένα, αγχωμένα, υπερεκτεθειμένα σε ερεθίσματα.Τα χεράκια τους βαστούν τάμπλετ αντί για παιχνίδια. Πολλά από αυτά δεν νιώθουν να κρατήσουν το μολύβι. Άλλα πάλι, δεν έχουν μάθει να μοιράζονται ή αγνοούν παντελώς ότι πρέπει να περιμένουν να έρθει η σειρά τους σε κάποια εργασία ή δραστηριότητα στην τάξη.
Και όμως, όλοι περιμένουν τη δική μας παρέμβαση για να καλυφθούν αυτές οι ουσιαστικές, δομικές ελλείψεις των παιδιών , μέσα σε τάξεις των 25 μαθητών με πενιχρούς ή ελλιπείς προϋπολογισμούς και οικονομικές παροχές που δεν επαρκούν ούτε για τη διασφάλιση αρκετών φιαλιδίων κόλλας!
Η μικρή και όμορφη «γωνιά ανάγνωσης και χαλάρωσης» της τάξης μου - γεμάτη με χουζουρλίδικα μαξιλάρια, όμορφα άλμπουμ και πολύ ηλιακό φως, αντικαταστάθηκε με « πίνακες δεδομένων» και « μετρήσιμους στόχους».
Κάποια μέρα, ένας νέος διευθυντής μου είπε: « Ελεανόρ, να είστε λιγότερο μητρική. Στο σχολείο έχουμε ανάγκη από μετρήσιμα αποτελέσματα». Λες και η ανθρώπινη ζεστασιά μεταβλήθηκε σε επαγγελματικό λάθος.
Ωστόσο, παρέμεινα ενεργή στη μάχιμη εκπαίδευση ελπίζοντας σε μικρά θαύματα.
Για το εσωστρεφές και ντροπαλό παιδάκι που μουρμούρισε: « Είστε σαν τη γιαγιά μου».
Για την σπαρακτική φωνούλα που σε τρυπάει στην καρδιά: « εδώ, αισθάνομαι ασφαλής».
Για το μικρό αγόρι που κάποια μέρα σήκωσε το κεφαλάκι του και με πρόσωπο λαμπερό από εσωτερικό φως και χαρά φώναξε: « κατάφερα και διάβασα ολόκληρη τη σελίδα».
Στιγμές σαν κι αυτές αποτέλεσαν το σωσίβιό μου, τον λόγο ύπαρξης και επαγγελματικής μου λειτουργίας που αποδείκνυε ότι απλές, ανθρώπινες κινήσεις και ενέργειες μπορούν να επιβιώσουν μέσα στον χαοτικό θόρυβο του συστήματος.
Παρά ταύτα, τα τελευταία χρόνια κάτι έσπασε βαθιά μέσα μου. Η βία άρχισε ύπουλα αλλά σταθερά να κυκλοφορεί στους διαδρόμους. Οι εκπαιδευτικοί έφευγαν μετά το τέλος του εξαμήνου εξουθενωμένοι και διαλυμένοι. Συμπληρώναμε ολοένα και περισσότερα έντυπα καταγραφής περιστατικών κρίσεων παρά σχέδια μαθημάτων. Το γέλιο στην αίθουσα των δασκάλων άρχισε παντελώς να απουσιάζει. Αντικαταστάθηκε από τη σιωπή. Δεν επρόκειτο πια για κόπωση. Επρόκειτο για πένθος.
Ένιωθα ότι εξαφανιζόμουν, ότι έσβηνα σιγά-σιγά σαν παλιά, ξεθωριασμένη αφίσα που ξέχασαν να ξεκρεμάσουν.
Έτσι, λοιπόν, σήμερα έκλεισα και κλείδωσα για τελευταία φορά την τάξη μου. Ξεκρέμασα τις μαραμένες ζωγραφιές από τους τοίχους. Σκαλίζοντας, ξέθαψα ένα κουτί με παλιά ευχαριστήρια σημειώματα της τάξης μου του 1998.
Σε ένα από αυτά ήταν γραμμένο: « Σας ευχαριστώ που με αγαπήσατε σε μια εποχή που ήμουν δύσκολος να με αγαπήσουν».
Αυτό το σημείωμα, κυριολεκτικά, με διέλυσε.
Δεν υπήρξε γιορτή αποχαιρετισμού. Ούτε λόγος αποχαιρετισμού. Ούτε γλύκισμα με γραμμένο το όνομά μου στην γκλασαρισμένη του επιφάνεια. Ο νέος διευθυντής- τόσο νέος που θα μπορούσε να είναι γιος μου- με αποχαιρέτησε, τείνοντάς μου το χέρι, μηχανικά και αφηρημένα, καθώς κοίταζε κάτι στο τηλέφωνό του. Με προσφώνησε «Κυρία».
Άφησα πίσω μου την συλλογή μου αυτοκόλλητων και την παλιά κουνιστή πολυθρόνα μου, αυτή που απαλά και ρυθμικά νανούρισε ιστορίες και παραμύθια σαράντα χρόνων.
Πήρα μαζί μου μόνο αναμνήσεις που θα ήταν αδύνατο να χωρέσουν σε οποιοδήποτε κουτί: τα χεράκια ενός μικρούλη γύρω από το λαιμό μου, τα γέλια των παιδιών μου μετά το διάλειμμα, την εμπιστοσύνη στα μάτια των παιδιών μου που με φώναζαν «Κυρία».
Μπορεί να ζούμε την εποχή της ψηφιοποίησης των προγραμμάτων, της τυποποίησης των τεστ, της αντικατάστασης της κιμωλίας με τα τάμπλετ. Όμως, αυτά που ανέφερα μόλις πριν δεν μπορούν να αντικατασταθούν με τίποτα.
Μου λείπει το σχολείο και η διδασκαλία, όπως εγώ τα έζησα: ένας χώρος ουσιαστικής συνεργασίας και όχι ένα πεδίο μάχης. Μία κοινότητα ανθρώπων και όχι μία επιχείρηση. Εκπαιδευτικοί με τον τίτλο
ευγενείας « Δάσκαλος» και όχι τον τίτλο απλός « Διπλωματούχος φύλακας».
Έτσι, λοιπόν, εάν γνωρίζετε κάποιον εκπαιδευτικό, παλαιό ή τωρινό, ας τον/ την ευχαριστήσετε. Όχι με μια κούπα ή με μια δωροκάρτα.
Με την κουβέντα σας, τα λόγια σας, την συνεργασία σας. Με την κατανόησή σας, με τον σεβασμό σας.
Γιατί μέσα σε ένα σύστημα που ξεχνάει τους Εκπαιδευτικούς του, οι Εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν να ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ τα παιδιά σας».
Από τον LE MONDE LITTÉRAIRE
Υ.Γ. Κρίνετε, ίνα κριθείτε...
Γιά.Σα.ς (και δια-κριτικώς κοντά σας)